- καθιερωτικός
- -ή, -ὁ (Α καθιερωτικός, -ή, -όν) [καθιερώνω]αυτός που αναφέρεται στην καθιέρωση, που γίνεται για καθιέρωση ή κατά την καθιέρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθιερωτικός — dedicatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθιερωτικήν — καθιερωτικός dedicatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)